ἐξηγοῦμαι — ἐξηγέομαι to be leader of pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐξηγέομαι to be leader of pres ind mid 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… … Dictionary of Greek
διεξηγούμαι — διεξηγοῡμαι ( έομαι) (Α) [εξηγούμαι] εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
παρεξηγώ — έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῡμαι έομαι, ΝΜΑ (νεοελλ. το ενεργ., μσν. αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.) νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
προεξηγούμαι — έομαι, Α [ἐξηγοῡμαι] διηγούμαι προηγουμένως … Dictionary of Greek
προσεμβιβάζω — Μ [ἐμβιβάζω] 1. εισάγω κάτι μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως 2. μτφ. εξηγούμαι επιπροσθέτως («ἐπὶ τὰ βελτίω διαδεικνὺς καὶ προσεμβιβάζων», Χούμν. Ν.) … Dictionary of Greek
προσεξηγούμαι — έομαι, Α [ἐξηγοῡμαι] διηγούμαι, εξιστορώ επιπροσθέτως («προσεξηγησάμενος ὄνειρον ἀξιόπιστον ὕπαρ τι πάντας εὔφρανεν», ΠΔ) … Dictionary of Greek