εξηγούμαι

εξηγούμαι
εξηγούμαι, εξηγήθηκα, εξηγημένος βλ. πίν. 74 (και ως απρόσ. εξηγείται)
——————
Σημειώσεις:
εξηγούμαι : στον απλό προφορικό λόγο κλίνεται και κατά το αγαπιέμαι (βλ. πίν. 59 ).
Εκτός από παθητικό του εξηγώ, το ρήμα έχει και την έννοια δίνω εξηγήσεις για κάτι.
Η μτχ. εξηγημένος είναι σπάνια, σε εκφράσεις όπως για να 'μαστε εξηγημένοι ( για να 'χουμε ξεκάθαρους όρους συμφωνίας) και είναι πολύ εξηγημένος ( τίμιος και καθαρός στις συναλλαγές του, στις σχέσεις του).

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξηγοῦμαι — ἐξηγέομαι to be leader of pres ind mp 1st sg (attic epic doric) ἐξηγέομαι to be leader of pres ind mid 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… …   Dictionary of Greek

  • διεξηγούμαι — διεξηγοῡμαι ( έομαι) (Α) [εξηγούμαι] εκθέτω κάτι με λεπτομέρειες …   Dictionary of Greek

  • ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ …   Dictionary of Greek

  • παρεξηγώ — έω και παραξηγώ και παραξηγάω / παρεξηγοῡμαι έομαι, ΝΜΑ (νεοελλ. το ενεργ., μσν. αρχ. το μέσ.) εξηγώ λανθασμένα, εννοώ εσφαλμένα, παρεννοώ, παρερμηνεύω (α. «παρεξήγησες τα λεγόμενά μου» β. «παρεξηγεῑσθαι τὸν Ἀριστοτέλην», Σιμπλίκ. Ουρ.) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • προεξηγούμαι — έομαι, Α [ἐξηγοῡμαι] διηγούμαι προηγουμένως …   Dictionary of Greek

  • προσεμβιβάζω — Μ [ἐμβιβάζω] 1. εισάγω κάτι μέσα σε κάτι άλλο επιπροσθέτως 2. μτφ. εξηγούμαι επιπροσθέτως («ἐπὶ τὰ βελτίω διαδεικνὺς καὶ προσεμβιβάζων», Χούμν. Ν.) …   Dictionary of Greek

  • προσεξηγούμαι — έομαι, Α [ἐξηγοῡμαι] διηγούμαι, εξιστορώ επιπροσθέτως («προσεξηγησάμενος ὄνειρον ἀξιόπιστον ὕπαρ τι πάντας εὔφρανεν», ΠΔ) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”